Βοηθώντας τον Έφηβο με Δ.Ε.Π.-Υ.
4 Οκτωβρίου, 2016

Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) – διεθνώς Attention Deficit Hyperactivity Disorder (ADHD) – είναι μια από τις συχνότερες νευροβιολογικές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, η οποία συνεχίζεται, κατά ένα σημαντικό ποσοστό, και στην ενήλικη ζωή. Εμφανίζεται στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού με σχέση συνήθως 3:1 υπέρ των αγοριών. Αρκετοί επιστήμονες, ωστόσο, πιστεύουν ότι η συχνότητα εμφάνισης είναι περίπου η ίδια και στα δυο φύλα, με τη διαφορά ότι τα κορίτσια συχνά δεν είναι υπερκινητικά και διαχειρίζονται καλύτερα τη διαταραχή τους, γι αυτό και η διάγνωση μπορεί να διαλάθει ή να γίνει αργότερα. Παρόλο που πρόκειται για μια τόσο συχνή κατάσταση, η ΔΕΠ-Υ συνεχίζει να είναι ελάχιστα κατανοητή στην κοινότητα και να μην είναι αποδεκτή από όλες τις επιστημονικές και κοινωνικές ομάδες. Βέβαια, την τελευταία 5ετία έχουν ενταθεί οι προσπάθειες ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης της κοινωνίας, αναφορικά με τη διαταραχή, από διάφορες επιστημονικές ομάδες και φορείς. Αν και είναι, όμως, η ΔΕΠ-Υ μια από τις πιο μελετημένες και τεκμηριωμένες παιδοψυχιατρικές διαταραχές παγκοσμίως, έχει συγχρόνως προκαλέσει τις περισσότερες συζητήσεις και εξακολουθεί να υποδιαγιγνώσκεται σε πολλές χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Τα παιδιά με ΔΕΠ-Υ εμφανίζονται στους ειδικούς συνήθως, μεταξύ 3 και 7 χρόνων. Η αναγνώριση του προβλήματος συμπίπτει, στις περισσότερες περιπτώσεις, με την ένταξη στο σχολείο, εξαιτίας των αυξημένων απαιτήσεων για συγκέντρωση της προσοχής, οργάνωση και συμμόρφωση στους κανόνες.
Τα χαρακτηριστικά (πυρηνικά) συμπτώματα της ΔΕΠ-Υ, δηλ. η διάσπαση προσοχής, η παρορμητικότητα και η υπερκινητικότητα, θεωρούνται τόσο κοινά στην παιδική ηλικία, που συχνά η διάγνωση παραβλέπεται, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τα προβλήματα που προκαλεί στη συμπεριφορά, στην κοινωνική προσαρμογή ή στη σχολική απόδοση, αποδίδονται σε άλλες καταστάσεις που μπορεί να συνυπάρχουν. Έτσι η ΔΕΠ-Υ παραμένει συχνά αδιάγνωστη ή εσφαλμένα διαγνωσμένη ενώ, ακόμη και όταν γίνεται η σωστή διάγνωση, δεν εφαρμόζεται πάντοτε ένα ολοκληρωμένο μοντέλο συνδυασμού θεραπευτικών προσεγγίσεων που απαιτεί η αντιμετώπιση της.

Μια μέθοδος εκγύμνασης προσοχής για την ΔΕΠ/Υ και άλλες διαταραχές.

Η νευροανάδραση (neurofeedback, ή EEG biofeedback) είναι μια μέθοδος εγκεφαλικής εκγύμνασης και νευροφυσιολογικού αυτοελέγχου, με την βοήθεια οργάνων μέτρησης της εγκεφαλικής δραστηριότητας. Χρησιμοποιεί το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (ΗΕΓ) για να παρακολουθεί την λειτουργία του εγκεφαλικού φλοιού σε πραγματικό χρόνο, και να παρέχει την πληροφορία αυτή στον (στην) εκγυμναζόμενο, προκειμένου αυτός να την ελέγχει και να μαθαίνει από τις αλλαγές που προκαλεί η προσπάθεια εκγύμνασης στον εγκέφαλό του. Μπορούμε να παρομοιάσουμε την νευροανάδραση με το ποδήλατο, όπου πρώτα πρέπει κάποιος να μάθει ισορροπία στις δύο ρόδες και στην συνέχεια να εξασκηθεί στο να το κάνει καλύτερα και πιο εύκολα.
Η νευροανάδραση εφαρμόζεται ιδιαίτερα στην βελτίωση συγκέντρωσης προσοχής και στην μείωση της παρορμητικότητας σε παιδιά και ενηλίκους με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ). Άλλες εφαρμογές της είναι στην αντιμετώπιση της επιληψίας, των διαταραχών του άγχους, τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, ενώ πρόσφατα ερευνάται η εφαρμογή της στην κατάθλιψη, στις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, και άλλες ψυχιατρικές και νευρολογικές παθήσεις. Επίσης, η νευροανάδραση εφαρμόζεται στην βελτίωση γνωστικού αυτοελέγχου για κορυφαίες επιδόσεις (π.χ., από αθλητές).
Για να κάνουμε νευροανάδραση, χρησιμοποιούμε έναν δέκτη ασθηρτηριακό ο οποίος ονομάζεται εγκεφαλογράφος. Ο ηλεκτροεγκεφαλογράφος στέλνει τα ενισχυμένα ηλεκτρικά σήματα σε ένα ηλεκτρονικό υπολογιστή (Η/Υ) ο οποίος με τη σειρά του απομονώνει τις συχνότητες του ΗΕΓ που θέλουμε να εκπαιδεύσουμε. Στη συνέχεια, ρυθμίζουμε το λογισμικό του Η/Υ να παρουσιάζει τις ΗΕΓ συχνότητες που επιλέξαμε στην οθόνη και/ή στα ηχεία, με όποια μορφή θέλουμε. Για παράδειγμα, μπορεί οι επιλεγμένες ΗΕΓ συχνότητες να αυξομειώνουν το ύψος μιας στήλης, ή την ένταση ενός ήχου, καθώς αυτές αυξομειώνονται, και έτσι ο(η) εκπαιδευόμενος να καταλαβαίνει πότε γυμνάζει τον εγκέφαλό του σωστά και πότε όχι, ανάλογα με έναν χορευτή ή αθλητή που κοιτάζει στον καθρέφτη να κάνει τις κινήσεις σωστά ή όχι.
Επίσης, μπορούμε να ρυθμίζουμε το λογισμικό έτσι ώστε, όταν οι επιλεγμένες ΗΕΓ συχνότητες φθάνουν στα επιθυμητά επίπεδα, να κάνουν ένα παιχνίδι (π.χ., pacman) να παίζει, ή ένα τραγούδι να ακούγεται. Με αυτό τον τρόπο δίνουμε κίνητρο σε ένα παιδί να γυμνάζει τον εγκέφαλό του προκειμένου να παίξει το παιχνίδι, ή να ακούσει το τραγούδι.
Οι συνεδρίες διαρκούν περίπου μια ώρα, πρέπει να γίνονται κατά προτίμηση δύο φορές την εβδομάδα (και όχι πιο αραιά από μια φορά την εβδομάδα) και, ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να χρειαστούν από 30 έως και 100+ συνεδρίες προκειμένου να υπάρξουν αλλαγές που θα παραμείνουν.
Η νευροανάδραση δεν είναι μια παρεμβατική μέθοδος, δηλαδή δεν εκπέμπει ηλεκτρισμό ή κάποια άλλη ενέργεια στον εγκέφαλο. Δεν είναι μια μέθοδος παθητικής εκγύμνασης. Απαιτεί προσπάθεια και κόπο, όπως η γυμναστική, ή όπως η εκμάθηση κάποιου μουσικού οργάνου. Η βοήθεια που προσφέρει είναι στο να «καθρεφτίζει» την λειτουργία του μυαλού σε αυτόν (αυτήν) που εκπαιδεύεται, προκειμένου αυτός να ξέρει πώς να εκπαιδευθεί σωστά.
Η αποτελεσματικότητα της νευροανάδρασης έχει διερευνηθεί από πλήθος επιστημονικών μελετών (βλέπε http://www.isnr.org/ComprehensiveBibliography.cfm), αλλά οι κριτικοί της νευροανάδρασης υποστήριζαν ότι τα οφέλη εξηγούνται και με άλλους τρόπους, επειδή δεν υπήρχε μια μελέτη με μεγάλο δείγμα συμμετεχόντων και τυχαίο διαχωρισμό τους σε πειραματική ομάδα και ομάδα ελέγχου. Αυτό το επιχείρημα πλέον καταρρίφθηκε από μια πρόσφατη μελέτη των Gevensleben και συνεργατών, που έγινε στην Γερμανία το 2009, σχετικά με την αποτελεσματικότητα της νευροανάδρασης στην ΔΕΠ-Υ. Οι ερευνητές χώρισαν 102 παιδιά που έχουν ΔΕΠ-Υ σε δύο ομάδες με τυχαία διαλογή, και στην μία ομάδα έκαναν νευροανάδραση, ενώ στην άλλη ομάδα έκαναν ασκήσεις συγκέντρωσης προσοχής σε ηλεκτρονικό υπολογιστή, εντατικά για δύο μήνες. Τα αποτελέσματα έδειξαν μεγαλύτερη μείωση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ στην ομάδα νευροανάδρασης, όπως αυτά βαθμολογήθηκαν σε κλίμακες που δόθηκαν στους γονείς και τους δασκάλους, αμέσως μετά την παρέμβαση, καθώς και 6 μήνες αργότερα. Επίσης, η ομάδα που έκανε νευροανάδραση έδειξε ομαλοποίηση του ΗΕΓ. Έτσι, οι Gevensleben και συνεργάτες κάλυψαν το κενό στην βιβλιογραφία, δείχνοντας ότι τα οφέλη που προκαλεί η νευροανάδραση οφείλονται στην συγκεκριμένη τεχνική, και δεν είναι εικονικά (placebo, δηλαδή από πίστη και μόνο ότι η μέθοδος θεραπεύει), ή αποτέλεσμα γενικότερης ενασχόλησης με τον(την) εκπαιδευόμενο.
Η παροχή υπηρεσιών νευροανάδρασης χρειάζεται επαγγελματίες με ειδική και πιστοποιημένη μεταπτυχιακή εκπαίδευση στην χρήση του εξοπλισμού, την καταγραφή και ερμηνεία του ΗΕΓ, την επιλογή και αναπροσαρμογή εκπαιδευτικών πρωτοκόλλων κατά περίπτωση, καθώς και γνώσεις στην νευροφυσιολογία, νευροψυχολογία, και στην κλινική παθολογία των διαταραχών. Επίσης, χρειάζεται συνεργασία του εκπαιδευτή με τους ιατρούς που τυχόν παρακολουθούν τον(την) εκπαιδευόμενο, προκειμένου να συνδυάζουν τις παρεμβάσεις για να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη. Η παροχή υπηρεσιών μπορεί να γίνεται και από κάποιον εκπαιδευόμενο που δεν έχει ακόμα όλες τις παραπάνω γνώσεις, αρκεί να είναι σε συνεχή και στενή εποπτεία από πιστοποιημένο επαγγελματία.

Angelakis E, Stathopoulou S, Frymiare JL, Green DL, Lubar JF, & Kounios J (2006). EEG neurofeedback: A brief overview and an example of peak alpha frequency training for cognitive enhancement in the elderly. The Clinical Neuropsychologist, 21(1):110-29.
Daum I, Rockstroh B, Birbaumer N, Elbert T, Canavan A, & Lutzenberger W. (1993). Behavioral treatment of slow cortical potentials in intractable epilepsy: Neuropsychological predictors of outcome. Journal of Neurosurgery & Psychiatry, 56, 94–97.
Egner T, & Gruzelier JH. (2003). Ecological validity of neurofeedback: Modulation of slow wave EEG enhances musical performance. NeuroReport, 14(9), 1221–1224.
Gevensleben H, Holl B, Albrecht B, et al. (2009). Is neurofeedback an efficacious treatment for ADHD? A randomised controlled clinical trial. J Child Psychol Psychiatry, 50:780–9.

Gevensleben H, Holl B, Albrecht B, et al. (2009). Distinct EEG effects related to neurofeedback training in children with ADHD: a randomized controlled trial. Int J Psychophysiol, 74(2):149-57.
Gevensleben H, Holl B, Albrecht B, et al. Neurofeedback training in children with ADHD: 6-month follow-up of a randomised controlled trial. Eur Child Adolesc Psychiatry (in press).
Hardt JV, & Kamiya J. (1978). Anxiety change through electroencephalographic alpha feedback seen only in high anxiety subjects. Science, 201, 79–81.
Lubar JF, & Shouse MN. (1977). Use of biofeedback in the treatment of seizure disorders and hyperactivity. Advances in Clinical Child Psychology, 1, 204–251.
Peniston, E. G., & Kulkosky, P. J. (1991). Alpha-theta brainwave neuro-feedback therapy for Vietnam veterans with combat-related post-traumatic stress disorder. Medical Psychotherapy, 4, 47–60.
Rosenfeld JP. (2000). An EEG biofeedback protocol for affective disorders. Clinical Electroencephalography, 31(1), 7–12.
Sterman MB, Macdonald LR, & Stone RK. (1974). Biofeedback training of the sensorimotor electroencephalogram rhythm in man: Effects on epilepsy. Epilepsia, 15(3), 395–416

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται.